διωξιππος

διωξιππος
    διώξιππος
    διώξ-ιππος
    2
    погоняющий коней

(μύωψ Anth.)

; перен. известный своими наездниками
    

(Κυράνα Pind.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "διωξιππος" в других словарях:

  • Διώξιππος — horse driving masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διώξιππος — horse driving masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διώξιππος — (4ος 3ος αι. π.Χ.). Αθηναίος κωμικός ποιητής. Έγραψε τα ακόλουθα έργα: Θησαυρός, Αντιπορνοβοσκός, Φιλάργυρος, Ιστοριογράφος και Διαδικαζόμενοι. * * * διώξιππος, ον (Α) αυτός που αναγκάζει το άλογο να τρέχει (έφιππος ή πάνω σε άρμα). [ΕΤΥΜΟΛ. < …   Dictionary of Greek

  • διώξιππον — διώξιππος horse driving masc/fem acc sg διώξιππος horse driving neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Διωξίπποιο — Διώξιππος horse driving masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διωξίπποιο — διώξιππος horse driving masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Διωξίππου — Διώξιππος horse driving masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διωξίππου — διώξιππος horse driving masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Διωξίππῳ — Διώξιππος horse driving masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διωξίππῳ — διώξιππος horse driving masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Διώξιππον — Διώξιππος horse driving masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»